- προσαμιλλώμαι
- -άομαι, Ααμιλλώμαι με κάποιον επιπροσθέτως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἁμιλλῶμαι «συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… … Dictionary of Greek